-
1 ὄρεγμα
A stretching out,τὰ χερὸς ὀ. A.Ch. 426
(lyr.); προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (as Herm. from Sch. for ὀρεγόμενα of cod. M) A.Ag. 1111 (lyr.);βημάτων ὄρεγμα Id.Ch. 799
(lyr., but the passage is corrupt);ὄ. ποδός APl.4.189
(Nic.): abs., διὰ τὸ μέγεθος τοῦ ὀ. of their reach or stride, of camels, Arist.HA 632a31 ; v. ἁμιλλάομαι 11.II a measure of length, a subdivision of the σχοῖνος, Tab.Heracl.2.33, al. -
2 πολυ-πλάνητος
πολυ-πλάνητος, = πολυπλανής, Her. 1, 56; übtr., χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 419; αἰών, Eur. Hipp. 1110; πόνοι, Hec. 1319.
-
3 ἀπριγκτό-πληκτα
ἀπριγκτό-πληκτα πολυπλάνηταδ' ἦν ἰδεῖν χερὸς ὀρέγματα Aesch. Ch. 419, nach Well., od. ἀπρικτόπληκτα, nach Lachmann, Emend. für ἄπριγκτοι πληκτά, fortwährend geschlagen. Falsche Aenderung ist ἀπρικτεί.
-
4 ὄρεγμα
-
5 ἐπ-ασσυτερο-τριβῆ
ἐπ-ασσυτερο-τριβῆ χερὸς ὀρέγματα, Aesch. Ch. 420, auf einander folgende Schläge der ausgestreckten Hand.
-
6 ορεγμα
- ατος τό1) вытягивание, растягиваниеτὸ μέγεθος τοῦ ὀρέγματος Arst. — ширина шага;ὄ. δεινὸν ἁμιλλᾶσθαι Eur. — бежать во всю прыть;βημάτων ὄ. Aesch. — шаг, поступь2) протягивание ( для поцелуя)(παρηΐδων Eur.)
-
7 πολυπλανητος
ион. πουλυπλάνητος 21) долго странствовавший(τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος Her.)
πολυπλάνητοι πόνοι Eur. — мучительные скитания2) подверженный постоянным изменениям, полный превратностей(αἰών Eur.)
3) направляемый то туда, то сюда -
8 προτείνω
A stretch out before, hold before,τὸν χαλινόν X.Eq.6.11
([voice] Pass.); [ὁ ναυτίλος] π. τὰς πλεκτάνας Arist.HA 525a28
.3 metaph., hold out as a pretext or excuse,π. πρόφασιν Hdt.1.156
; ; ;παιδὸς θάνατον E.Andr. 428
:—[voice] Med.,π. τὴν ἡλικίαν Pl.Ep. 317c
.II stretch forth, hold out, χεῖρα, as a suppliant, Archil.130;τὰς χεῖρας Hdt.1.45
, 7.233 (for punishment, Ps.-Callisth. 2.2);φύλλον οἱ ἱκέται προτείνουσι Call.Iamb.1.275a
(); also προτείνει χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα (Herm. for ὀρεγόμενα) A.Ag. 1110 (lyr.); π. ἑαυτόν leaning forward, Pl.R. 449b: hence intr., stretch forward, προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος [ἄκρα] Id.Criti. 111a, cf. Plb.1.29.2, etc.2 π. χεῖρα δεξιάν offer, tender it as a pledge, S.Ph. 1292, cf. Tr. 1184, E.Alc. 1118, etc.;π. πίστιν D.23.117
.3 hold out, offer,μεγάλα π. ἐπ' οἷσι ὁμολογέειν ἐθέλουσι Hdt.8.140
.β; κέρδος A.Pr. 777
; ;κάλλος Id.Hel.28
; ; ;δραχμὰς εἴκοσιν Ar.Pl. 1019
;ἐλευθερίαν Antipho 5.50
;δέλεαρ π. τὴν ἡδονήν Plu.2
13a;ἐμοὶ λόγους Pl.Phdr. 230d
: c. inf.,π. τινὶ λαβεῖν ὅ τι χρῄζει X.Oec.5.8
:—[voice] Med., Hdt.5.24, 7.161; ;φιλίαν προτενεῖται D.14.5
;τὴν ἀειλογίαν Id.19.2
:—[voice] Pass.,δυοῖν προτεινομένοιν ἀγαθοῖν Isoc.6.37
, cf. 12.117.4 put forward, propose, π. ζητήματα, ἐρωτήματα, Plu.2.737d, Arr.Epict. 3.8.1;αἴνιγμά τινι D.L.2.70
, etc.:—[voice] Med., offer or put forward as instances, Pl.Grg. 518b:—[voice] Pass., Sor.2.1, Iamb.Myst.1.3.5 Med.. μισθὸν προτείνασθαι stipulate for as a reward, Hdt.9.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτείνω
-
9 ἐπασσυτεροτριβής
ἐπασσῠτεροτρῐβής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπασσυτεροτριβής
-
10 ἐπασσυτεροτριβῆ
ἐπ-ασσυτερο-τριβῆ χερὸς ὀρέγματα, aufeinander folgende Schläge der ausgestreckten Hand -
11 επασσυτεροτριβης
См. также в других словарях:
επασσυτεροτριβής — ἐπασσυτεροτριβής, ές (Α) αυτός που χτυπά αλλεπάλληλα, συνεχώς («ἐπασσυτεροτριβῆ τὰ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ασσύτερος (πρβλ. επασσύτερος) + τριβής (< τρίβω)] … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek
όρεγμα — ὄρεγμα, τὸ (Α) [ορέγω] 1. (κυρίως για τα χέρια αλλά και για τα πόδια) έκταση, άπλωμα (α. «προτείνει δὲ χεὶρ ἐκ χερὸς ὀρέγματα», Αισχύλ. β. «διὰ τὸ μέγεθος τοῡ ὀρέγματος» εξαιτίας τού ανοίγματος τού βήματος, Αριστοτ.) 2. το να προσφέρει κάποιος… … Dictionary of Greek